- μετρητικόν
- μετρητικόςskilled in measuringmasc acc sgμετρητικόςskilled in measuringneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετρητικός — ή, ό (Α μετρητικός, ή, όν) [μετρητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μέτρηση ή που είναι αρμόδιος για μέτρηση ή που είναι ικανός στη μέτρηση («ἐπειδή μέτρον καὶ μετρητικἠ καὶ μετρητικὸς τὸ μεῑζον καὶ τὸ ἔλαττον διακρίνει», Πλάτ.) 2. το θηλ … Dictionary of Greek